καλλιγραφίας

καλλιγραφίας
καλλιγραφίᾱς , καλλιγραφία
beautiful writing
fem acc pl
καλλιγραφίᾱς , καλλιγραφία
beautiful writing
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Τορί, Ζοφρουά — (Tory, Μπουρζ περ. 1480 – Παρίσι περ. 1533). Γάλλος χαράκτης, χρυσοτύπης, καλλιγράφος και τυπογράφος. Σπούδασε στη Ρώμη και στην Μπολόνια και στη συνέχεια μελέτησε στο Παρίσι λογοτεχνία και φιλοσοφία, ενώ στο μεταξύ επιμελήθηκε τις εκδόσεις… …   Dictionary of Greek

  • NOTAE et NOTULAE — NOTAE, et NOTULAE dictae olim sunt brachygraphiae, h. e. compendiosae scriptionis characteres, quibus Scribae et Cancellarii Principum dictata illco consignabant, alias Siglae, quod vide. His Iurisconsultos in exscribendis legibus usos fuisse… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλφαβητάριο — Εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής στα παιδιά. Επειδή το α. αποτελεί το πρώτο στοιχειώδες πνευματικό βοήθημα του παιδιού και συγχρόνως ένα από τα πρώτα μέσα αισθητικής αγωγής του, γι’ αυτό η συγγραφή του θα πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • καλλιγράφος — ο, η (AM καλλιγράφος, ὁ, ἡ Α θηλ. και καλλιγράφισσα) νεοελλ. ειδικός στην καλλιγραφία ή δάσκαλος τής καλλιγραφίας νεοελλ. μσν. αυτός που έχει ωραίο γραφικό χαρακτήρα, που γράφει πολύ ωραία μσν. αρχ. ικανός, επιδέξιος αντιγραφέας παπύρων και… …   Dictionary of Greek

  • καλλιγραφία — Η τέχνη της γραφής ωραίων και κανονικών γραμμάτων. Όλοι οι λαοί, και ιδιαίτερα οι ανατολικοί, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την κ., ήδη από τότε που επινοήθηκε η γραφή. Οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα, προκειμένου να επιτύχουν την ευθύτητα των… …   Dictionary of Greek

  • νεορεαλισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η σημαντικότερη παραγωγή του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Πολυάριθμες υπήρξαν αυτά τα χρόνια οι προσπάθειες να τοποθετηθεί από κριτική άποψη ο ν., να καθοριστούν τα όριά του με ακρίβεια… …   Dictionary of Greek

  • υπογραμμός — ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ [υπογράφω] 1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα 2. παράδειγμα, πρότυπο νεοελλ. φρ. «τύπος και υπογραμμός» (για πρόσ.) πρότυπο για μίμηση μσν. αρχ. διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῑν ἐφ… …   Dictionary of Greek

  • Βεργίτσης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων του 16ου αι., που κατάγονταν από την Κρήτη. 1. Άγγελος. Νέος ακόμα εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου ασκούσε το επάγγελμα του αντιγραφέα ελληνικών χειρογράφων. Το 1535 πήγε στο Παρίσι, όπου άσκησε το επάγγελμά του στην αυλή… …   Dictionary of Greek

  • Μανάμα — (Al Manamah). Πόλη (153.395 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Κράτους του Μπαχρέιν. Βρίσκεται στα ΒΑ του νησιού Μπαχρέιν, στον Περσικό κόλπο. Είναι η μεγαλύτερη πόλη του κρατιδίου και συγκεντρώνει περίπου το 23,6% του πληθυσμού του. Η οικονομία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”